- μπριστόλ
- το άκλ. тонкий картон (для визитных карточек)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπρίστολ — I (Bristol). Πόλη (399.243 κάτ.) της νοτιοδυτικής Αγγλίας, στην κομητεία Γκλάστερ, 175 χλμ. Δ του Λονδίνου, κατά μήκος του κατώτερου ρου του ποταμού Έιβον. Ιδρύθηκε πιθανώς τον 6o αι. μ.Χ. και μέχρι τον Μεσαίωνα ήταν σημαντικό λιμάνι· από εκεί… … Dictionary of Greek
Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μοτ, Νέβιλ — (Sir Nevill Mott, Λιντς 1905 – 1996). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε μαθηματικά και θεωρητική φυσική, στα κολέγια Κλίφτον και Σαιντ Τζονς του Κέιμπριτζ, ενώ πραγματοποίησε έρευνα στο Κέιμπριτζ και στην Κοπεγχάγη υπό την επίβλεψη του Νιλς Μπορ και στο… … Dictionary of Greek
Ντιράκ, Πολ Άντριαν Μόρις — (Paul Adrien MauriceDirac, Μπρίστολ 1902 – 1984). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε αρχικά στο Μπρίστολ και μετά στο Κέιμπριτζ και το 1933 τιμήθηκε, μαζί με τον Έρβιν Σρέντινγκερ, με το Νόμπελ φυσικής, για τη συνεισφορά του στην ανάπτυξη της μηχανικής των … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
κάρντιφ — (Cardiff). Πόλη (300.038 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (140 τ. χλμ., 305.340 κάτ. το 2001) της νότιας Ουαλίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια όχθη της διώρυγας Μπρίστολ, στις εκβολές των ποταμών Tαφ και… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek